κεῖτ'

κεῖτ'
κεῖτο , κέω
to lie down
pres opt mp 3rd sg (epic ionic)
κεῖτε , κέω
to lie down
pres imperat act 2nd pl (attic epic)
κεῖτε , κέω
to lie down
pres opt act 2nd pl
κεῖτε , κέω
to lie down
pres ind act 2nd pl (attic epic)
κεῖται , κέω
to lie down
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
κεῖτο , κέω
to lie down
imperf ind mp 3rd sg (attic epic)
κεῖτε , κέω
to lie down
imperf ind act 2nd pl (attic epic)
κεῖται , κεῖμαι
Aër.
pres ind mp 3rd sg
κεῖτο , κεῖμαι
Aër.
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ARGUS — I. ARGUS Arestoris fil. unde Arestorides Ovidio dicitur, Met. l. 1. v. 624. Donec Arestoride servandam tradidit Argo. Apollodorus, l. 2. de Argo, ὅν Α᾿σκληπιάδης μὲν Α᾿ρέςτορος λέγει υἱὸν, Φερεκύδης δὲ Ι᾿νάχου. Idem tamen alibi Agenoris filium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυνοραιστής — και κυνορ(ρ)αίστης και κυνοραϊστής, ο (Α κυνοραιστής, οῡ) παράσιτο τών σκύλων, κρότωνας, τσιμπούρι («ἔνθα κύων κεῑτ Ἄργος ἐνίπλειος κυνοραιστέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ρ(ρ)αίστης / ρ(ρ)αϊστής (< ραίω «συντρίβω, καταστρέφω») πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ολιγηπελέων — ὀλιγηπελέων, ουσα (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενής, λιπόθυμος («ὁ δ ἄρ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος κεῑτ ὀλιγηπελέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλιγηπελής για μετρικούς λόγους (πρβλ. δυσμενής: δυσμενέοντες,… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρτον, Ρίτσαρντ — (Richard Burton, Ουαλία 1925 – Ελβετία 1984). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Ρίτσαρντ Γουόλτερ Τζένκινς Τζούνιορ (Richard Walter Jenkins, Jr.). Από τους πλέον χαρισματικούς και πολυσχιδείς ερμηνευτές όλων των εποχών στη σκηνή και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”